αναζυμώνω

αναζυμώνω
μετ. месить;
перемешивать

Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. . 1980.

Игры ⚽ Поможем решить контрольную работу

Смотреть что такое "αναζυμώνω" в других словарях:

  • αναζυμώνω — (Α ἀναζυμῶ, όω) νεοελλ. 1. ζυμώνω εκ νέου, ξαναζυμώνω ή απλώς ζυμώνω 2. κάνω κάτι να υποστεί ζύμωση 3. υφίσταμαι την επίδραση τής ζύμης, φουσκώνω αρχ. επενεργώ όπως η ζύμη, κάνω κάτι να φουσκώσει. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀνα * + ζυμῶ. ΠΑΡ. αναζύμωση ( ις)… …   Dictionary of Greek

  • αναζυμωτής — ο (θηλ. ώτρια και ώτρα) αυτός που ζυμώνει εκ νέου, που ξαναζυμώνει ή απλώς ζυμώνει. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναζυμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στον Παναγιώτη Γρατσιάτο] …   Dictionary of Greek

  • αναζύμωση — η (Α ἀναζύμωσις) [ἀναζυμώνω] ζύμωση, φούσκωμα νεοελλ. το εκ νέου ζύμωμα, ξαναζύμωμα ή απλώς ζύμωμα …   Dictionary of Greek


Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»